- φαλακρός
- -ή, -ό / φαλακρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ναυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ' ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.)νεοελλ.1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά»)2. το αρσ. ως ουσ. ο φαλακρός·ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμωναρχ.1. (κατ' επέκτ.) α) λείοςβ) στιλπνός2. το αρσ. ως ουσ. α) σημείο, μέρος φαλακρότηταςβ) όνομα περίφημου σοφίσματος τού Μεγαρικού Ευβουλίδου3. παροιμ. «φαλακρῷ κτένας δανείζω» — ματαιοπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φαλός* «λευκός», και έχει σχηματιστεί, κατά την πιθανότερη άποψη, με επίθημα -ρός μέσω ενός αμάρτυρου *φάλαξ, -ακος (πρβλ. το σχήμα μύλη / μύλος > μύλαξ > μύλακρος). Η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. από το επίθ. φαλός και τη λ. ἄκρον (πρβλ. το ερμήνευμα στο Μέγα Ετυμολογικόν: ὁ τὸ ἄκρον ἔχων φαλόν) είναι μάλλον παρετυμολογική].
Dictionary of Greek. 2013.